διοπεύω

διοπεύω
διοπεύω
to be captain of
pres subj act 1st sg
διοπεύω
to be captain of
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διοπεύω — (Α) επιβλέπω τη φόρτωση πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + (θ.) οπ (πρβλ. όπωπα)] …   Dictionary of Greek

  • διοπεύειν — διοπεύω to be captain of pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοπεύων — διοπεύω to be captain of pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοπτεύω — (Α διοπτεύω) 1. παρατηρώ με διόπτρα 2. κατασκοπεύω, παρατηρώ, εξετάζω νεοελλ. ναυτ. καθορίζω τη θέση πλοίου παρατηρώντας σημείο στην ξηρά ή τη θάλασσα, ρελεβάρω αρχ. διοπεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + οπτεύω < (θ.) οπ (πρβλ. όπωπα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”